- ὑπέρης
- ὑπέραupper ropefem gen sg (epic ionic)ὑπορρέωflow underimperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὑπέρης — nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὑπέρητος — Ὑπέρης gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Υπέρεια — I Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Τροιζηνίας, που ίδρυσε, σύμφωνα με την παράδοση, ο γιος του Ποσειδώνα και της Αλκυόνης Υπέρης. Ο αδελφός του Υπέρητα, Άνθης, έχτισε στην ίδια περιοχή την Άνθα και ο Πιτθέας ένωσε τις δυο πόλεις, σε μια, την… … Dictionary of Greek